- αιωρώ
- (-έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή)Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζωΙΙ. μέσ.1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι3. (για τα πτηνά) μετεωρίζομαι, ακινητώ στον αέρα, «ζυγίζομαι»νεοελλ.«κάνω κούνια», «κουνιέμαι»αρχ.Ι. ενεργ. 1, ταλαντεύω, κουνώ, σείω σαν σε αιώρα*2. κρεμώ, εξαρτώ3. αναπτερώνω το ηθικό κάποιουΙΙ. μέσ.1. δονούμαι, πάλλομαι στον αέρα2. εξαρτώμαι, κρέμομαι3. είμαι μετέωρος, αμφιταλαντεύομαι, βρίσκομαι σε αβεβαιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *Fαι-Fωρ-έω, με εκτεταμένη βαθμίδα Fωρ- τού θέματος Fερ- (*α-Fερ-jω > ἀείρω, βλ. λ.) και τον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (Fαι-).ΠΑΡ. αιώρα, αιώρημα, αιώρηση.ΣΥΝΘ. αρχ. συναιωροῦμαι, υπεραιωρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.